ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

·


ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

«Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου»

Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Β΄ Κυριακής των Νηστειών, ημέρα που πανηγυρίζουμε τη μνήμη του Αγίου Γρηγορίου, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, το επέλεξε η Εκκλησία μας,  για να μάς επικεντρώσει τον νουν και την καρδιά, την ψυχή και το σώμα, προς τη μετάνοια, μιας και ο Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με τη διήγηση του κειμένου, πρώτα θεράπευσε τη ψυχή του παραλύτου και έπειτα το σώμα του, όπου απευθυνόμενος στον από την οροφή καταβάντα και προσελθόντα ενώπιόν Του, υπό τεσσάρων, παραλυτικό λέγει: «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Είναι εντυπωσιακό το γεγονός, ότι αυτά τα λόγια τα απευθύνει σε έναν άνθρωπο σωματικά ασθενή, τον οποίο προσάγουν ενώπιόν Του και μάλιστα με τον πιο παράδοξο τρόπο, αφού οι τέσσερεις φίλοι και μεταφορείς αποφάσισαν, να χαλάσουν τη στέγη, προκειμένου να φέρουν ενώπιον του Κυρίου τον ασθενή φίλο τους. Ο δε Χριστός, προς στιγμή φαίνεται να τους απογοητεύει, αφού αντί της σωματικής θεραπείας,  του προσφέρει την απαλλαγή του, από τις αμαρτίες και κατόπιν του δίνει τη σωματική θεραπεία.

Η ενέργεια του Χριστού μας διδάσκει ότι υπάρχει άμεση συνάφεια ανάμεσα στην αμαρτία και την ασθένεια, πράγμα που είναι ανάγκη να κατανοήσουμε,  γιατί αρκετοί από εμάς χάνουμε την αίσθηση της αμαρτίας, κυριολεκτικά και εννοιολογικά.

Αγνοούμε ότι αμαρτία είναι η απομάκρυνσή μας, από τον Θεό. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, ότι Θεός μας δημιούργησε, για να έχουμε προσωπική σχέση αγάπης και κοινωνίας μαζί Του. Εμείς, όμως, προτιμήσαμε, να ακολουθήσουμε το δικό μας δύσβατο δρόμο, αδιαφορώντας για τη σχέση μας με το Θεό και συνήψαμε σχέση με την αμαρτία, η οποία μας προσέφερε το θάνατο, την ασθένεια, τον πόνο και κάθε είδους δυστυχία, μεταβάλλοντάς μας, από ελεύθερα πρόσωπα και προσωπικότητες, σε σκλαβωμένα άτομα.

Ορθά η αμαρτία  αποτελεί  θεμελιώδες  θέμα  και  κυριαρχούσα   έννοια και αντίληψη  της Αγίας Γραφής, που διασυνδέεται με όλα τα μεγάλα μεγέθη της θεολογίας, όπως την κοσμολογία, την ανθρωπολογία, τη χριστολογία και τη σωτηριολογία. Είναι άρρηκτα συνυφασμένη, ιδιαίτερα δε, με την έννοια της σωτηρίας μας, αφού σωτηρία χωρίς απαλλαγή από την αμαρτία δεν νοείται.

Παράλληλα η  ασθένεια, που είναι ως ένα βαθμό η προέκταση ή η συνέπεια της αμαρτίας,  αποτελεί  έκφραση  της  αρνητικής  και  δυσάρεστης κατάστασης του κακού, που υφίσταται διάχυτα στον κόσμο και τη ζωή του ανθρώπου και έχει ως αποκορύφωμά της τον θάνατο. Η κατανόηση του υπαρκτού αυτού γεγονότος, καθώς και η εξεύρεση τρόπων, για  την  υπέρβαση  του θανάτου είναι ο  ουσιαστικός στόχος των περισσοτέρων φιλοσοφικών καί θρησκευτικών αντιλήψεων, που εμφανίστηκαν στο ανθρώπινο ιστορικό γίγνεσθαι, διότι όντως ισχύει η διαπίστωση του Αποστόλου Παύλου, που λέγει ότι «τα γαρ οψώνια  της αμαρτίας θάνατος», γι’ αυτό πρέπει αφ’ ενός, να θεωρηθεί η αμαρτία, ως νόσος και ασθένεια και αφ’ ετέρου χρειάζεται ισχυρή θεραπευτική αγωγή, που είναι η μετάνοια, μέσα από την εκκλησιαστική ζωή, που συνίσταται η μετοχή, του εις μετάνοια ερχομένου πιστού, στα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, τα οποία δεν είναι κάποιες απλές ή απλοϊκές θρησκευτικές ή ηθικές πράξεις, αλλά είναι τα ουσιαστικά και αυθεντικά θεραπευτικά μέσα και φάρμακα. Είναι δε, τα ουσιαστικά θεραπευτικά μέσα και φάρμακα, διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο βιολογική οντότητα, αλλά και πνευματική.

Η αποδοχή της αμαρτίας, ως ασθένεια, εξ αιτίας της οποίας το ανθρώπινο γένος υπόκειται στους νόμους της φθοράς και του θανάτου, στηρίζεται στη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία θεμελιώνεται στην ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, δηλαδή στη Θέωση, σε αντιδιαστολή  με τη διδασκαλία  του ιερού Αυγουστίνου και στην ακολουθούσα αυτόν, Δυτική Θεολογία, όπου ο  θάνατος εκλαμβάνεται, σαν τιμωρία του  Αδάμ και των απογόνων του, οι οποίοι, επειδή συνδέονται γενεαλογικά με τον Αδάμ, αμάρτησαν.

Δηλαδή, έχουμε κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος  συλλογικής παράβασης και συλλογικής ευθύνης, απέναντι της εντολής του Θεού. Δια την  Ορθόδοξη Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, η φυσική φθορά και ο σωματικός θάνατος, ουδέποτε υπήρχαν στο Θείο Σχέδιο, καθώς ο Θεός «θάνατον οκ ποίησεν», αλλά είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα της ελεύθερης απομακρύνσεως των πρωτοπλάστων προπατόρων μας, από τον Θεόν. Έτσι, επήλθε η απομάκρυνση  της Θείας Χάριτος, με αποτέλεσμα να μεταλλαχτεί το ανθρώπινο σώμα σε «παθητό» και «φθαρτό» άμα δε και «θνητό», που υπόκειται πλέον σε πάθη. Αυτή η έλλειψη, τῆς χάριτος  επέφερε στον άνθρωπο την έλλειψη  φωτισμού και γνώσεως. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας σε σχετική ομιλία αναφέρει ότι, «η φύσις μας ησθένησε την νόσον της αμαρτίας, εξ αιτίας της παρακοής του ενός, δηλαδή του Αδάμ. Ούτως, εγένοντο αμαρτωλοί οι πολλοί, όχι επειδή διέπραξαν παράβαση με τον Αδάμ, διότι τότε ακόμη δέν υπήρχον, αλλά επειδή προέρχονται εκ της φύσεώς του Αδάμ, η οποία έπεσεν υπό τον νόμον της αμαρτίας».

Στην Παλαιά Διαθήκη, για να περιγράψουν οι προφήτες την αμαρτωλότητα του λαού, χρησιμοποιούσαν συχνά τον όρο «ασθένεια», τον οποίο κατέτασσαν σε  τρεις  καταστάσεις:

α) τη  φυσική  αδυναμία  του  σώματος, που συνοδεύεται από πόνο· β) τις αμαρτίες, που διαπράττει ο άνθρωπος στη ζωή του, και γ) οι κακουχίες, που υφίσταται γενικά, για διαφόρους λόγους. Η σύνδεση των καταστάσεων αυτών με την έννοια της ασθένειας αντικατοπτρίζει την αιτιώδη σχέση τους με αυτήν στη βιβλικοπατερική σκέψη.

Στην  Καινή  ∆ιαθήκη  οι  έννοιες  της  ασθένειας  και  της αμαρτίας   είναι   ήδη   στενά   συνδεδεμένες.   Ο Κύριος επιβεβαιώνει την αιτιολογική αυτή σχέση μεταξύ τους, όταν παρουσιάζει τη σωματική ίαση, ως το ορατό σημείο φανέρωσης της αόρατης άφεσης των αμαρτιών του ανθρώπου.

Διακρίνουμε τρεις πτυχές της σχέσης της ασθένειας με την αμαρτία. Η πρώτη αναφέρεται στην  αιτιολογική σχέση, που συνδέει την ασθένεια με την αμαρτωλότητα της ανθρώπινης φύσης γενικά, ως συνέπειά της. Για την περίπτωση αυτή έχουμε το παράδειγμα του σημερινού παραλυτικού, τον οποίο ο Κύριος θεραπεύει από την παραλυσία, αφού πρώτα εξαγγέλλει την άφεση των αμαρτιών του, δίδοντας ταυτόχρονα, προς τους σκανδαλισθέντες Φαρισαίους τη σαφή απάντηση, λέγων: «τι ταύτα διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών; τι έστιν ευκοπώτερον, ειπείν τω παραλυτικώ, αφέωνται σου αι αμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε και άρον τον κράβαττον σου και περιπάτει; ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου αφιέναι επί της γης αμαρτίας, λέγει τω παραλυτικώ. Σοι λέγω έγειρε και άρον τον κράβαττον σου και ύπαγε εις τον οίκον σου.». (Μαρκ. 2,8-11)

Η δεύτερη επικεντρώνεται στην προσωπική ηθική ευθύνη του ανθρώπου, για την πρόκληση της ασθένειας, ως συνέπειας συγκεκριμένων αμαρτιών του. Στην παρούσα περίπτωση, ισχύει το παράδειγμα του παραλυτικού  της  Βηθεσδά,  τον  οποίο  ο  Κύριος  συμβουλεύει  μετά  την  θεραπεία του, λέγων: «Ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται» (Ιω. 5,14).

Η τρίτη φανερώνεται από τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος παρουσιάζει την ασθένεια  του ανθρώπου, ως αφορμή για τη δόξα τοῦ Θεού. Εδώ έχουμε την περίπτωση του εκ γενετής τυφλού, όπου στην ερώτηση των μαθητών του, «τίς ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθεί», ο Κύριος απάντησε ότι «ούτε ούτος ήμαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού, αλλ ίνα φανερωθεί τα έργα του Θεού εν αυτώ» (Ιωάν. 9,2-3). Ο Χριστός αναφέρεται, βεβαίως στην επικείμενη θεραπεία, που θα έκανε αμέσως και μάλιστα   με  τον  ιδιαίτερα απροσδόκητο  τρόπο, καθώς διαβάζουμε στο ευαγγελικό κείμενο.

Εμπεριστατωμένη προσέγγιση και ανάλυση της αμαρτίας και της ασθένειας στην παλαιοδιαθηκική αντίληψη, υπό το πρίσμα της καινοδιαθηκικής ερμηνείας πραγματώνει ο Απόστολος Παύλος σε διάφορα σημεία των επιστολών του, όπου αναφερόμενος στην αμαρτία, τη χαρακτηρίζει ως καθολικό φαινόμενο, διότι «πάντες ήμαρτον και  υστερούνται  της  δόξης  του  Θεού».  (Ρωμ.  3,23).

Επίσης η φθορά, η ασθένεια και τελικά ο θάνατος δεν ήταν επιλογή  του  Δημιουργού,  αλλά  εισήλθαν στη ζωή του ανθρωπίνου γένους, δια της αμαρτίας. Τα στοιχεία αυτά μαζί με την  καθολικότητα της αμαρτίας στηρίζονται στην πρώτη αμαρτία, ήτοι του Αδάμ· «Δια τούτο ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω πάντες ήμαρτον.»  (Ρωμ.  5,12).  Ο Μ.  Αθανάσιος  παρατηρεί ότι  «ει  γαρ  και ο Αδάμ εκ γης μόνος επλάσθη, αλλά εν αυτώ ήσαν οι λόγοι της διαδοχής παντός του γένους».

Βέβαια τόσο η αμαρτία, ὡς κατάσταση, όσο και οι συνέπειές της, καταργήθηκαν δια του θανάτου καί της Αναστάσεως του Χριστού.

Αυτή η απαλλαγή  είναι καθολική για τον άνθρωπο και σε σταυροειδή (οριζόντια- κατακόρυφα) διάσταση και εξαρτάται από τη μετοχή του κάθε ανθρώπου στο σώμα και το αίμα του Αναστημένου Χριστού, διότι καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος «ει γαρ τω του ενός παραπτώματι ο θάνατος εβασίλευσε δια του ενός, πολλώ μάλλον οι την περισσείαν της χάριτος και της δωρεάς της δικαιοσύνης λαμβάνοντες, εν ζωή βασιλεύσουσι, δια του ενός Ιησού Χριστού. Άρα ουν ως δι’ ενός παραπτώματος, εις πάντας ανθρώπους εις κατάκριμα, ούτω και δι’ ενός δικαιώματος εις πάντας ανθρώπους εις δικαίωσιν ζωής» (Ρωμ. 5,17-18).

Ακολουθώντας, κανείς, τη Βιβλική και Πατερική σκέψη, διαπιστώνει ότι η αμαρτία  εκλαμβάνεται, ως  διατάραξη  της  ισορροπίας  των  σχέσεων  του ανθρώπου με τον εαυτό του, το περιβάλλον του και τον Θεό, που προεκτείνεται στη συνέχεια στο σύνολο της ∆ημιουργίας. Εκδήλωση της δυσαρμονίας αυτής στον ανθρώπινο βίο, είναι η φθορά και η ασθένεια με αποκορύφωμα τον θάνατο. Με τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού καταργείται η δύναμη της αμαρτίας και αποκαθίστανται οι οντολογικές της συνέπειες για τον άνθρωπο. Εμφανής εκδήλωση της αποκατάστασής της είναι η σωματική ίαση, που προσφέρεται από τον ίδιο τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του και από τους αποστόλους μετά από αυτήν.

Χώρος  της  νέας  αυτής  πραγματικότητας  είναι  η  Εκκλησία  και μέσο η λατρευτική και μυστηριακή της ζωή. Δια της Εκκλησίας, η βιβλική διδασκαλία αποκτά «σάρκα  και οστά»  και  καθίσταται  μέρος  της  πραγματικότητας, που βιώνει  ο  άνθρωπος  κάθε  εποχής.  Συγχρόνως, δια  της  προβολής  της βιβλικής  διδασκαλίας,  η εκκλησιαστική  μυστηριακή και εκκλησιαστική ζωή,  προστατεύεται  από  την  παρερμηνεία  της,  ότι έχει  μαγική  δραστηριότητα ή δικανικής φύσεως πράξη. ∆ιατηρεί έτσι τον πραγματικό της χαρακτήρα, ως σημείον επαφής του ανθρώπου με τη ζωογόνο αναστάσιμη Θεία Χάρη, αίροντας «τον κράβαττον» περιπατούμε προς την αιώνια ζωή και το μέγα έλεος. Γένοιτο!

¶¶¶¶¶

¶¶¶¶¶

¶¶¶¶¶

Σχολιάστε